- εὐαιμορράγητος
- εὐαιμ-ορράγητος [ρᾰ], ον,A easily bleeding, Id.19.457, Leonid. ap. Aët.15.5, Paul.Aeg.6.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευαιμορράγητος — εὐαιμορράγητος, ον (Α) αυτός που παθαίνει εύκολα αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιμορράγητος (< αιμορραγώ), πρβλ. αν αιμορράγητος, δυσ αιμορράγητος] … Dictionary of Greek
εὐαιμορράγητος — easily bleeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαιμορράγητοι — εὐαιμορράγητος easily bleeding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)